μουδιώ

μουδιώ
-άω
βλ. μουδιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μουδιάζω — και μουδιώ και μουδιάω (Μ μουδιάζω) υφίσταμαι αιμωδία, αισθάνομαι ελαφρούς νυγμούς και νιώθω παροδική αναισθησία σε μέλος τού σώματος ή σε ολόκληρο το σώμα (α. «μούδιασαν τα δόντια μου από το παγωτό» β. «μουδιάζουν τα πόδια μου από την ακινησία») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”